- ανωφέρεια
- η (Α ἀνωφέρεια)η νεοελλ.1. κλίση εδάφους προς τα επάνω2. έδαφος με κλίση προς τα επάνω, ανήφοροςαρχ.κίνηση προς τα επάνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνωφερείᾳ — ἀνωφερείᾱͅ , ἀνωφέρεια motion upwards fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανωφέρεια — η ανηφοριά, ανήφορος: Κοντά στο χωριό ο δρόμος παρουσίαζε μεγάλη ανωφέρεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνωφέρειαν — ἀνωφέρεια motion upwards fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάγουσα — η [ανάγω] 1. φλέβα νερού, πηγή 2. ανηφοριά, ανωφέρεια … Dictionary of Greek
ανέβα — το 1. το να ανεβαίνει κανείς, το ανέβασμα «βαρέθηκα το ανέβα κατέβα» 2. ανωφέρεια, ανηφοριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. ουσ.) ανάβα < προστ. αορ. του αναβαίνω] … Dictionary of Greek
ανηφορικός — ή, ό 1. ανωφερής, ανοδικός 2. (για κτίσματα) αυτός που βρίσκεται σε ανωφέρεια, σε ανηφοριά … Dictionary of Greek
ανηφόρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 33 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγράφων. * * * η 1. ανωφέρεια, ανηφορικός δρομος 2. μτφ. οι δυσκολίες, τα εμπόδια της ζωής … Dictionary of Greek
προσάνειμι — Α 1. ανέρχομαι, ανεβαίνω ακόμη πιο πολύ 2. φρ. «προσανιοῡσα πόλις» πόλη που βρίσκεται σε ανωφέρεια, σε πλαγιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἄνειμι «τραβώ προς τα πάνω, ανεβαίνω»] … Dictionary of Greek
Δερβενάκια — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 84 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται κοντά στα όρια με τον νομό Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεμέας. μάχη των Δ.Σειρά συγκρούσεων μεταξύ των στρατιωτικών δυνάμεων της Πελοποννήσου με αρχηγό τον… … Dictionary of Greek